- εκμαιεύομαι
- εκμαιεύομαι, εκμαιεύτηκα και εκμαιεύθηκα βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐκμαιευομένων — ἐκμαιεύομαι bring to the birth pres part mp fem gen pl ἐκμαιεύομαι bring to the birth pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμαιευομένη — ἐκμαιεύομαι bring to the birth pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)